- προγαμιαίας
- προγαμιαίᾱς , προγαμιαῖοςante-nuptialfem acc plπρογαμιαίᾱς , προγαμιαῖοςante-nuptialfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίφερνα — Δώρα του γαμπρού προς τη νύφη σε ανταπόδοση για την προίκα, αντιπροίκι(αντί + φερνής = αντί προίκας). Τα α. αναφέρονται στον Κώδικα του Ιουστινιανού και στις Νεαρές του ίδιου και του Λέοντα. Αποτελούσαν μορφή προγαμιαίας δωρεάς. Ανάλογη δωρεά… … Dictionary of Greek
Μομφερράτος, Αντώνιος — (Ναύπλιο 1852 – Αθήνα 1924). Πολιτικός. Εξελέγη πολλές φορές βουλευτής Κεφαλληνίας, χρημάτισε επανειλημμένα υπουργός (Δικαιοσύνης το 1898, Παιδείας το 1902, Εξωτερικών το 1916) και το 1911 έγινε καθηγητής του αστικού δικαίου στη νομική σχολή του… … Dictionary of Greek